καρίκι

καρίκι
και καρύκι, το
1. καθένα από τα τμήματα στα οποία διαιρείται με στενούς δρομίσκους ο κήπος
2. σκληρό περικάλυμμα, τσόφλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (2) πιθ. < κάρυον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”